- ελλαδάρχης
- ἑλλαδάρχης, ο (Α)1. ο πρόεδρος τού κοινού τών Αχαιών που είχε συνήθως το αξίωμα τού πρώτου από τους ιερείς2. αξιωματούχος τής δελφικής αμφικτιονίας κατά τη ρωμαϊκή εποχή3. αξιωματούχος τής ελληνικής κοινότητας στη Γαλατία τής Μικρός Ασίας.
Dictionary of Greek. 2013.